- χρυσοπώλης
- ο, ΝΜΑχρυσοχόος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοπώλης — dealer in gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοπωλείο — το, Ν χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπώλης + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρυσοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek